Δεν είναι λίγοι οι χρήστες smartphone που έχουν παρατηρήσει κατά καιρούς πως συζητούν για συγκεκριμένα θέματα και με «μαγικό» τρόπο να τους εμφανίζονται σχετικές διαφημίσεις.
Σύμφωνα με τον Νίκο Βασιλακάκη, αυτό συμβαίνει διότι τα smartphones σας ακούν και στη συνέχεια όχι μόνο εμφανίζουν διαφημίσεις αλλά στέλνουν τα δεδομένα ακόμα και σε εισπρακτικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται.
«Ακούνε ότι λέμε, το Facebook, η Google….» είπε ο Νίκος Βασιλακάκης στο OPEN. Σύμφωνα με τον κ. Βασιλάκη το κινητό: «Ουσιαστικά κάνει τον ήχο κείμενο για να κρατήσει στοιχεία από τον χρήστη. Όταν ξεκινάς το κινητό στην ουσία σου λέει “θες να βελτιώνεις τη λειτουργία του κινητού σου;”. Μέσα στη βελτίωση της λειτουργίας του κινητού είναι να σε ακούει. Το πρόβλημα είναι ότι όλα έχουν γίνει τόσο έξυπνα. Εμείς είμαστε τόσο έξυπνοι;».
Όλα όσα το κινητό ακούει, σύμφωνα με τον κ. Βασιλάκη, δεν πάνε μόνο σε διαφημίσεις «αλλά και σε εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται που φτιάχνουν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που αύριο θα σου εγκρίνουν δάνεια, θα σου πουν αν είσαι πιστωτικός εντάξει, σε βάζουν στις εισπρακτικές εταιρείες».
Σε ερώτηση για το αν όσα «ακούει» το κινητό είναι προσωποποιημένα ο κ. Βασιλάκης λέει «υποτίθεται ότι δεν είναι αλλά ας κάτσει ο άλλος να το αποδείξει». Για το τι θα συμβεί αν ο χρήστης του κινητού τηλεφώνου δεν δώσει συναίνεση να «ακούγεται» αποδεχόμενος όσα του εμφανίζονται ο κ. Βασιλάκης διευκρινίζει: «δεν μπορείς γιατί θα δεις ότι πας να κάνεις απλή χρήση στο κινητό και δεν θα γίνεται».
Σε σχέση με την αποδοχή cookies σε ιστοσελίδες, ο κ. Βασιλακάκης εξηγεί πως όσοι δεν τα αποδέχονται δεν βλέπουν όλα τα στοιχεία και «βγαίνει από το αμερικάνικο laundry cookie. Όταν πας στο καθαριστήριο στην Αμερική σου δίνει ένα laundry cookie για να πάρεις τα ρούχα σου. Το ίδιο cookie είναι που σε ακολουθεί στο κινητό».
Το επιχείρημα «Δεν έχω τίποτα να κρύψω»
Το επιχείρημα «Δεν έχω τίποτα να κρύψω» δηλώνει ότι τα άτομα δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται ή να αντιτίθενται στα προγράμματα παρακολούθησης, εκτός εάν φοβούνται ότι θα αποκαλύψουν τις δικές τους παράνομες δραστηριότητες. Ένα άτομο που χρησιμοποιεί αυτό το επιχείρημα μπορεί να ισχυριστεί ότι ένας μέσος άνθρωπος δεν θα πρέπει να ανησυχεί για την κρατική επιτήρηση, καθώς δεν θα είχε «τίποτα να κρύψει».
Ένα πρώιμο παράδειγμα αυτού του επιχειρήματος αναφέρθηκε από τον Henry James στο μυθιστόρημά του το 1888, The Reverberator:
Αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάνει άσχημα πράγματα, θα έπρεπε να ντρέπονται για τον εαυτό τους και κανείς δεν μπορούσε να τους λυπηθεί, και αν δεν τα είχαν κάνει, δεν θα χρειαζόταν να κάνουν τέτοια φασαρία σχετικά με το ότι οι άλλοι άνθρωποι γνωρίζουν
Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιείται συνήθως σε συζητήσεις σχετικά με το απόρρητο. Ο Geoffrey Stone, ένας νομικός μελετητής, είπε ότι η χρήση του επιχειρήματος είναι «πολύ συνηθισμένη». Ο Bruce Schneier, ειδικός σε θέματα ασφάλειας δεδομένων και κρυπτογράφος, το περιέγραψε ως την «πιο συνηθισμένη απάντηση εναντίον των υποστηρικτών της ιδιωτικής ζωής».
Ο Colin J. Bennett, συγγραφέας του The Privacy Advocates, είπε ότι ένας υπέρμαχος της ιδιωτικής ζωής συχνά «πρέπει να αντικρούει συνεχώς» το επιχείρημα. Ο Bennett εξήγησε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι «περνούν την καθημερινότητά τους πιστεύοντας ότι οι διαδικασίες παρακολούθησης δεν απευθύνονται σε αυτούς,
αλλά στους άτακτους και τους αδίκους» και ότι «ο κυρίαρχος προσανατολισμός είναι ότι οι μηχανισμοί επιτήρησης απευθύνονται σε άλλους» παρά τα «στοιχεία ότι η παρακολούθηση της ατομικής συμπεριφοράς έχει γίνει ρουτίνα και καθημερινή».
Ο Bruce Schneier, ειδικός σε θέματα ασφάλειας υπολογιστών και κρυπτογράφος, επικαλείται τη δήλωση του καρδινάλιου Richelieu «Αν κάποιος μου έδινε έξι γραμμές γραμμένες από το χέρι του πιο έντιμου ανθρώπου, θα έβρισκα κάτι σε αυτές για να τον κρεμάσουν», εξηγώντας πώς μια πολιτειακή κυβέρνηση μπορεί να βρει πτυχές στη ζωή ενός ατόμου προκειμένου να διώξει ή να εκβιάσει αυτό το άτομο.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ συμφωνεί με τον δημοσιογράφο και ειδικό ασφάλειας κομπιούτερ, Τζέικομπ Απελμπάουμ, λέγοντας ότι:
«Η μαζική επιτήρηση είναι μια μαζική δομική αλλαγή. Όταν η κοινωνία πάει άσχημα, θα σε πάρει μαζί της, ακόμα κι αν είσαι το πιο ανόητο άτομο στη γη»
Και τέλος, ο γνωστός σε όλους μας Έντουαρντ Σνόουντεν έχει πει:
«Το να υποστηρίζεις ότι δεν σε νοιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή επειδή δεν έχεις τίποτα να κρύψεις, δεν διαφέρει από το να λες ότι δεν νοιάζεσαι για την ελευθερία του λόγου επειδή δεν έχεις τίποτα να πεις»
Θεωρεί τον ισχυρισμό «δεν έχω τίποτα να κρύψω», ως παραίτηση από το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που πρέπει να προστατεύει η κυβέρνηση, και βρίσκει την πηγή της «έμπνευσης» στον ναζισμό, και ότι ο κόσμος έχει χειραγωγηθεί για να σκέφτεται ακριβώς έτσι. Χωρίς ιδιωτικότητα, να μπορεί κάποιος να είναι μόνος με τον εαυτό του, να σκέφτεται και να αποφασίζει ελεύθερα, τότε δεν υπάρχει και ελευθερία λόγου: